- ἀραιῆς
- ἀραιόςthinfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταξοτυπία — Σύστημα εκτύπωσης γνωστό στους Κινέζους από την αρχαιότητα. Ως μήτρα χρησιμοποιείται ένα κομμάτι καθαρού μεταξωτού υφάσματος τεντωμένο σε τελάρο, επάνω στο οποίο γίνεται το σχέδιο με λιπαρά μολύβια ή μελάνια. Στη συνέχεια το ύφασμα επιστρώνεται… … Dictionary of Greek
Αραβική χερσόνησος — Χερσόνησος (3.000.000 τ. χλμ., 48.000.000 κάτ. το 2000) της νοτιοδυτικής Ασίας, περιοχή άξενη και ανεξιχνίαστη, που για πολύ καιρό εξακολούθησε να περιβάλλεται από μυστήριο, όπως και οι κάτοικοί της, οι Άραβες. Γιαζιράτ αλ Αράμπ (νησί των… … Dictionary of Greek
αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… … Dictionary of Greek
λάπατο ή λάπαθο — Γένος δικοτυλήδονων, ποωδών φυτών της οικογένειας Polygonacea. Η επιστημονική του ονομασία είναι Rumex. Το γένος περιλαμβάνει 200 είδη μονοετή, διετή ή πολυετή, τα οποία απαντώνται κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Η επιστημονική ονομασία του πιο… … Dictionary of Greek
μαγκούστα — Κοινή ονομασία ειδών της οικογένειας των σαρκοφάγων θηλαστικών βιβεριδών, η οποία περιλαμβάνει είδη ενδημικά της Αφρικής, της Ασίας και της νότιας Ευρώπης. Από τα κυριότερα είδη είναι το Herpestes ichneumon, γνωστό και με την ονομασία ιχνεύμων,… … Dictionary of Greek